-
1 ἐκ-πορθέω
ἐκ-πορθέω, gänzlich zerstören, verwüsten, πόλεις, Τροίαν, Eur. Tr. 95 I. A. 1398; χώραν Aesch. 3, 108; οἰκίας Lys. 12, 83; τὴν πόλιν κατέκαυσαν καὶ τὰ ἐνόντα ἐξεπόρϑησαν Thuc. 4, 57, plündern. – Uebertr., τυφλῆς ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρϑημαι Soph. Tr. 1094, ich bin ganz vernichtet; vgl. Eur. Tr. 142.
-
2 εκπορθεω
1) разрушать дотла(Τροίαν Eur.)
2) разорять, грабить(οἰκίας Lys.; χώραν Aeschin.)
3) расхищать(τὰ ἐνόντα, sc. τῆς πόλεως Thuc.)
4) уничтожать, губить, pass. гибнуть(τυφλῆς ὑπ΄ ἄτης ἐκπεπόρθημαι Soph.)
κρᾶτ΄ ἐκπορθηθείς Eur. — с обезображенной головой -
3 ἐκπορθέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπορθέω
-
4 ἐκπορθέω
ἐκ-πορθέω, gänzlich zerstören, verwüsten; τὴν πόλιν κατέκαυσαν καὶ τὰ ἐνόντα ἐξεπόρϑησαν, plündern. Übertr., τυφλῆς ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρϑημαι, ich bin ganz vernichtet
См. также в других словарях:
εκπορθώ — ( έω) (AM ἐκπορθῶ) κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω αρχ. 1. παίρνω ως λάφυρα 2. φρ. «ὑπ ἄτης ἐκπεπόρθημαι» έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία … Dictionary of Greek